-
1 иррациональность
1. мат. το υπερβα-τό(ν) 2. филос. το αντιορ-θολογιστικό, η αλογία, ο άλογο(ν), ο παραλογισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иррациональность
-
2 освободить
-божу, -бодищь, παθ. μτχ., παρλθ. χρ. освобожденный, βρ: -ден, -дена, -дено;ρ.σ.μ.1. ελευθερώνω, λευτερώνω, αφήνω ελεύθερο•освободить военнопленных αφήνω ελεύθερους τους αιχμάλωτους•
освободить страну от рабства λευτερώνω τη χώρα από τη σκλαβιά (ξεσκλαβώνω);
2. απεосвободить λευτερώνω•греческая армия -ла нашу территорию от турецких завоевателей ο ελληνικός στρατός απελευτέρωσε τα εδάφη μας από τους τούρκους καταχτητές.
3. μτφ. αποδεσμεύω, απαγκιστρώνω.4. απαλλάσσω•освободить от налогов απαλλάσσω από τους φόρους•
освободить от военной службы απαλλάσσω της στρατιωτικής θητείας.
|| απολύω, διώχνω, αποβάλλω. || εκκενώνω, αδειάζω•освободить комнату απελευτερώνω το δωμάτιο,
1. ελευθερώνομαι, αφήνομαι ελεύθερος.2. ξεσκλαβώνομαι.3. μτφ. αποδεσμεύομαι, απαγκιστρώνομαι.4. απαλλάσσομαι. || απολύομαι, διώχνομαι. || εκκενώνομαι, αδειάζω.